Το περασμένο Σάββατο 25 Μαρτίου, οι αρχηγοί των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) συναντήθηκαν στη Ρώμη για τους εορτασμούς των 60 χρόνων από την Συνθήκη της Ρώμης του 1957 που ίδρυσε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση. Η τελετή ήταν σχεδιασμένη να δώσει έμφαση στην συνέχεια της ένωσης στην ηπειρωτική Ευρώπη σε πείσμα της Βρετανίας που ψήφισε να αποχωρίσει τον περασμένο Ιούνιο.
Στην εκδήλωση, η Σύνοδος Κορυφής αντιθέτως τόνισε τις αυξανόμενες διεθνείς συγκρούσεις και ταξικές εντάσεις που διαμελίζουν την ΕΕ. Η 60ή επέτειος της Συνθήκης της Ρώμης θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και η τελευταία. Εν μέσω αυξανόμενων προβληματισμών πως η Γαλλία τον Μάιο θα μπορούσε να εκλέξει μια νέο-φασίστρια πρόεδρο και να αποχωρίσει από την ΕΕ και το Ευρώ, ηγετικά Ευρωπαϊκά στελέχη όλων των πολιτικών κατευθύνσεων επεσήμαναν τον έντονο κίνδυνο πολέμου και κατάρρευσης της Ευρώπης. Παρόλα αυτά, κανείς από τους Ευρωπαίους ηγέτες δεν μπορεί να διατυπώσει ένα ξεκάθαρο σχέδιο για να αποφευχθεί η βύθιση στην άβυσσο.
Χιλιάδες Ιταλοί στρατιώτες θέσανε το Σαββατοκύριακο το κέντρο της Ρώμης σε κλοιό ελέγχου, εν μέσω επίσημων ανησυχιών για μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην ΕΕ, της οποίας η πολιτικές λιτότητας έχουν καταστρέψει την Ιταλία. Επιπλέον, διαφορές μεταξύ της ΕΕ, της Πολωνίας και Ελλήνων αξιωματούχων ανάγκασαν τους αξιωματούχους της ΕΕ να μετριάσουν την τελική ανακοίνωση, ώστε να αποφευχθεί η ταπείνωση να αποκηρυχθεί από κράτη μέλη της ΕΕ.
Η άκρο-δεξιά κυβέρνηση του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) της Πολωνίας αντιτάχθηκε στις αναφορές για μια «Ευρώπη δύο ταχυτήτων», χωρισμένη μεταξύ των πιο εύπορων χωρών και μιας περιφέρειας νοτίων ή ανατολικών κρατών. Εν μέσω μιας πικρής μάχης για επιρροή στην Πολωνία μεταξύ του Βερολίνου, του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον, η ΕΕ έχει απειλήσει να αναστείλει το δικαίωμα Ευρωπαϊκής ψήφου της Πολωνίας κατά της προσπάθειας του PiS να ευνουχίσει το δικαστικό σώμα. Όπως φαίνεται το PiS φοβήθηκε πως το κάλεσμα σε μια ΕΕ «δύο ταχυτήτων» θα χρησιμοποιείτο για να την περιθωριοποιήσουν.
Η κυβέρνηση Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) στην Ελλάδα απαίτησε συνοπτικά το προσχέδιο της τελικής ανακοίνωσης να περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με τα εργασιακά δικαιώματα και την μεταβίβαση εξουσίας στα εθνικά κοινοβούλια. Αυτό όπως φαίνεται ήταν μια προσωρινή τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, που αντιμετωπίζει απεργείες εργαζόμενων στα λιμάνια και τον δημόσιο τομέα ενάντια στην κυβέρνηση στην Ελλάδα, όπως επίσης απειλές από πλευράς ΕΕ να παρακρατήσει τα δάνεια προς την Ελλάδα εκτός εάν επιταχυνθούν τα μέτρα λιτότητας ενάντια στους πολίτες.
Στην εκδήλωση, η τελική ανακοίνωση που υιοθετήθηκε συνόψιζε την απάντηση της ΕΕ στο Brexit: η ΕΕ προσπαθεί να επιβιώσει ως ένας συνασπισμός εθνικιστικών, αντι-μεταναστευτικών καθεστώτων που παραμένει ενωμένη απ’ τις φιλοδοξίες να γίνει ένα επιθετικό στρατιωτικό μπλοκ που θα συναγωνίζεται τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στη στρατιωτική πολιτική, κάλεσε σε μια «δυνατότερη Ευρώπη», «που δημιουργεί μια πιο ανταγωνιστική και ενοποιημένη αμυντική βιομηχανία» και «την ενδυνάμωση της κοινής [Ευρωπαϊκής] ασφάλειας και άμυνας». Επίσης κάλεσε σε συνέχιση των αντι-μεταναστευτικών πολιτικών της ΕΕ – από τις οποίες χιλιάδες έχουν πνιγεί στην Μεσόγειο, καθώς εκατομμύρια τρέπονται σε φυγή από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους στην Αφρική και Μέση Ανατολή – ώστε τα «εξωτερικά σύνορα [της ΕΕ] να είναι ασφαλή, με μια αποτελεσματική, υπεύθυνη και βιώσιμη μεταναστευτική πολιτική».
Ίσως πιο σημαντικά, η ΕΕ σηματοδότησε πως θα απομακρυνόταν από τις προσπάθειες να εξασφαλίσει ομόφωνες συμφωνίες σχετικά με την πολιτική των κρατών μελών της ΕΕ. Ενώ η επίσημη επικύρωση της συμφωνίας μιας «Ευρώπης δύο ταχυτήτων» εξαλείφθηκε με την επιμονή της Πολωνίας, αντικαταστήθηκε με μια αόριστη πρόταση να «δράσουμε μαζί, με διαφορετικό ρυθμό και ένταση όπου αυτό θεωρηθεί αναγκαίο, ενώ πορευόμαστε προς την ίδια κατεύθυνση».
Όσο ευφημιστικά και αν διατυπώθηκε, η υιοθέτηση της πολιτικής μιας Ευρώπης «δύο ταχυτήτων» σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα προς την αποσάθρωση της ΕΕ, με τεράστιες και απρόβλεπτες επιπτώσεις.
Η ενοποίηση της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πολέμο ήταν η απάντηση της Ευρωπαϊκής αστικής τάξης στον φασισμό και τους δύο παγκόσμιους πολέμους που αφαίρεσαν δεκάδες εκατομμύρια ζωές, ισοπέδωσαν το μεγαλύτερο κομμάτι της ηπείρου και απαξίωσαν τον καπιταλισμό στην Ευρώπη. Η ευημερία που επήλθε με την αύξηση του εμπορίου στην Ευρώπη είχε ως σκοπό να επισκιάσει την πολιτική πρόκληση που ο κομμουνισμός έθετε στην εργατική τάξη, η οποία είχε ως παράδειγμα την Σοβιετική Ένωση. Παράλληλα, η αστική τάξη επεδίωξε την πολιτική μιας ενωμένης Ευρώπης, χρηματοδοτούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ως κρίσιμη για την αποφυγή νέων πολέμων στην Ευρώπη.
Το προοίμιο της Συνθήκης της Ρώμης του 1957 που υπεγράφει από την Γερμανία, την Ιταλία, την Γαλλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο αντανακλά αυτήν την προ πολλού εγκαταλειμμένη στρατηγική. Καλώντας σε «όλο και στενότερη ένωση μεταξύ των λαών της Ευρώπης», δεσμεύεται να διασφαλίσει την «οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη … μέσα από κοινή δράση για την εξάλειψη των εμποδίων που χωρίζουν την Ευρώπη» και «τη συνεχή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας» των Ευρωπαίων πολιτών.
Από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και την καθιέρωση της ΕΕ το 1992 με την Συνθήκη του Μάαστριχτ, η ΕΕ έχει αποκηρύξει αυτές τις αντιλήψεις. Οι πόλεμοι του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990 και πάνω απ’ όλα η τελευταία πολεμική τάση ενάντια στη Ρωσία, μετά την ανακοίνωση της Γερμανίας για επαναστρατιωτικοποίηση το 2014, πήγε χέρι χέρι με την επίσπευση των μέτρων λιτότητας που ως στόχο είχαν τα βασικά κοινωνικά δικαιώματα που κατακτήθηκαν από την εργατική τάξη με τους αγώνες προηγούμενων δεκαετιών.
Αυτά πήραν την αιχμηρότερη μορφή στην Δυτική Ευρώπη με τα προγράμματα λιτότητας που η ΕΕ επέβαλε μετά την οικονομική κρίση της Ουόλ Στρίτ το 2008 που συνέτριψαν την Ελλάδα και οδήγησαν σε απειλές αποβολής της από την ζώνη του Ευρώ.
Βαθιές πολιτικές κρίσεις αποκαλύπτουν την υποβόσκουσα χρεοκοπία της ΕΕ και την αποτυχία των προσπαθειών να ενώσουν την Ευρώπη σε καπιταλιστική βάση. Με το Brexit και η άνοδος στην εξουσία της διακυβέρνησης Τραμπ στην Ουάσιγκτον, που έχει αποδοκιμάσει την ΕΕ ως εργαλείο Γερμανικής κυριαρχίας, η κρίση στην ΕΕ έχει φτάσει σε νέα επίπεδα έντασης. Ακόμα και εκείνα τα τμήματα των Ευρωπαίων που ακόμα υπεραμύνονται την ΕΕ τώρα έχουν ως στόχο να διαιρέσουν την Ευρώπη ώστε να παραγκωνίσουν, η ακόμη και να αποβάλουν, εκείνες της χώρες της ΕΕ που αντιλαμβάνονται ως εμπόδιο στα πλάνα τους για πόλεμο και λιτότητα.
Ενώ αρκετοί αξιωματούχοι από όλες τις πλευρές προειδοποιούν για πόλεμο, κανείς δεν προσπαθεί να διατυπώσει μια πολιτική για την διατήρηση της Ευρωπαϊκής ενότητας και να διακόψει την ταχύτατη κλίση προς πόλεμο. Αντιθέτως, κυριαρχούν οι ζοφερότερες προβλέψεις. Την προηγούμενη εβδομάδα, ο υποψήφιος για την προεδρία στην Γαλλία και υποστηρικτής της ΕΕ Εμμανουέλ Μακρόν, προέβλεψε μια περίοδο πολέμου και δεσμεύθηκε να επαναφέρει την στρατιωτική θητεία στην Γαλλία, προτού επιδοκιμάσει ενθουσιαστικά την πρόταση για μια «Ευρώπη δύο ταχυτήτων» και αναγγέλοντας έτσι την ευθυγράμμιση του με το Βερολίνο.
Μερικοί αρχηγοί κρατών της ΕΕ συναντηθήκαν πριν απ’ τη Σύνοδο Κορυφής με τον Πάπα Φραγκίσκο, ο οποίος δήλωσε πως η Ευρώπη αντικρίζει ένα «κενό αξιών … Όταν ένα σώμα χάνει την αίσθηση της κατεύθυνσης και δεν μπορεί πλέον να κοιτά μπροστά, βιώνει μια οπισθοδρόμηση και μακροπρόθεσμα ρισκάρει να πεθάνει».
Πριν από τη Σύνοδο Κορυφής, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής επιτροπής Ζαν Κλωντ Γιούνκερ παραχώρησε μια συνέντευξη στους Financial Times του Λονδίνου για να καταδικάσει την διακυβέρνηση Τραμπ και να προειδοποιήσει για πόλεμο στα Βαλκάνια. Ονόμασε την στήριξη του Τραμπ στο Brexit και το κάλεσμα του και άλλες χώρες της ΕΕ να αποχωρίσουν από την Ένωση ώστε να διαφύγουν την Γερμανική κυριαρχία «ενοχλητικά» και «απροσδόκητα».
«Είπα στον [Αμερικανό] αντιπρόεδρο [Μαικ Πενς], “Μη το λες αυτό, μην προσκαλείς άλλους να φύγουν, γιατί αν καταρρεύσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έχεις έναν νέο πόλεμο στα δυτικά Βαλκάνια”», είπε ο Γιούνκερ. Πρόσθεσε πως η προοπτική ενσωμάτωσης στην ΕΕ ήταν ένα από τα στοιχεία που αποτρέπουν τον πόλεμο στα Βαλκάνια: «Εάν τις αφήσουμε μόνες τους – την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την Σερβική Συνομοσπονδία [στην Βοσνία], την ΠΓΔΜ, την Αλβανία, όλες αυτές τις χώρες – θα έχουμε ξανά πόλεμο».
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το ηγετικό στέλεχος των Συντηρητικών και υποστηρικτής της ΕΕ Μάικλ Χέζελταϊν, εξέδωσε μια αποκήρυξη του Brexit προειδοποιώντας, πως απλά θα έστρωνε τον δρόμο για την Γερμανική κυριαρχία της Ευρώπης.
Ο Χέζελταϊν είπε: «Η ικανότητα μας να μιλήσουμε για την Κοινοπολιτεία μέσα στην Ευρώπη έχει φτάσει στο τέλος. Οι Αμερικάνοι θα στρέψουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους στη Γερμανία. Και για να σας το πω καλύτερα, για κάποιον σαν εμένα, ήταν το 1933, η χρονιά που γεννήθηκα, που ο Χίτλερ εκλέχθηκε δημοκρατικά στην Γερμανία. Εξαπέλυσε τον φρικιαστικότερο πόλεμο. Αυτή η χώρα έπαιξε έναν ξεχωριστό ρόλο για να εξασφαλισθεί η ήττα του. Έτσι η Γερμανία έχασε τον πόλεμο. Μόλις τους παραχωρήσαμε την ευκαιρία να κερδίσουν την Ειρήνη. Αυτό το βρίσκω ιδιαίτερα απαράδεκτο.»
Το δεξιό Κόμμα Ανεξαρτησίας Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP) διερωτήθηκε εάν ο Χέζελταϊν «έχασε τα λογικά του» και σχολίασε τις δηλώσεις του ως εξαιρετικές. «Εάν ήμουν Γερμανός θα ήμουν βαθιά προσβεβλημένος», ανέφερε ένας αξιωματούχος του UKIP. «Ποτέ δεν συνειδητοποίησα πως ο σκοπός της συμμετοχής της Βρετανίας στην ΕΕ ήταν για να σταματήσει την Γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη.»